- ναυλάριθμος
- και ναυλοτιμάριθμος, οναυτ. δείκτης που καταρτίζεται από αρχές, οργανισμούς ή ναυτιλιακές επιχειρήσεις και αφορά την εξέλιξη τών ναύλων με βάση ένα συγκεκριμένο έτος, το οποίο χαρακτηρίζεται με τον αριθμό 100.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύλα + αριθμός / τιμάριθμος].
Dictionary of Greek. 2013.